- κως
- Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι το τρίτο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων, μετά τη Ρόδο και την Κάρπαθο. Πρωτεύουσα του νησιού και έδρα του ομώνυμου δήμου είναι η ομώνυμη πόλη της Κ. (υψόμ. 15 μ., 17.890 κάτ.).
Οι ακτές του νησιού δεν παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό. Στο νοτιοδυτικό άκρο σχηματίζεται ο ευρύς κόλπος του Κεφάλου και στο ανατολικό ο μικρός όρμος της πρωτεύουσας. Στο μεγαλύτερο μέρος του το νησί είναι πεδινό και μόνο στο νοτιοανατολικό τμήμα υψώνεται το βουνό Δίκαιος ή Ωρομέδων (846 μ.). Το πεδινό έδαφός της είναι πάρα πολύ εύφορο (είναι χαρακτηριστικό το αρχαίο ρητό «ον ου θρέψει Κως, ουδ’ Αίγυπτος») και καλλιεργείται εντατικά. Εκτός από την πρωτεύουσα, άλλοι σημαντικοί οικισμοί του νησιού είναι το Πυλί (2.431 κάτ.), η Κέφαλος (2.458 κάτ.), η Αντιμάχεια (2.205 κάτ.), η Καρδάμαινα (1.783 κάτ.) κ.ά. Η Κ., με το ωραιότατο φυσικό τοπίο της, το πολύ καλό κλίμα της, τη μακρά ιστορία της και τα πλούσια αρχαιολογικά της ευρήματα αποτελεί ένα από τα πιο πολυσύχναστα θέρετρα της χώρας, με διεθνή τουρισμό.
Ιστορία. Η Κ., όπως απέδειξε η αρχαιολογική έρευνα, κατοικείται συνεχώς από τα νεολιθικά χρόνια έως σήμερα. Ευρήματα της νεολιθικής περιόδου ήρθαν στο φως κυρίως σε μια σπηλιά κοντά στην Άσπρη Πέτρα, στο δυτικότερο μέρος του νησιού (περιοχή Κέφαλος), όπου έγιναν συστηματικές ανασκαφές. Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει όμως νεολιθικά κατάλοιπα και σε άλλα μέρη του νησιού. Μυκηναϊκά λείψανα βρέθηκαν στην περιοχή Σαράγια της πόλης της Κ., όπου εντοπίστηκε και η μυκηναϊκή ακρόπολη και σχεδόν καθορίστηκε η έκταση του μυκηναϊκού οικισμού. Στα ΝΔ, έξω από τη σημερινή πόλη της Κ., βρέθηκε το μυκηναϊκό νεκροταφείο με πλούσια ευρήματα, τα οποία εκτίθενται στο μουσείο της πόλης. Μυκηναϊκοί οικισμοί και νεκροταφεία βρέθηκαν και σε άλλα σημεία του νησιού.
Οι Δωριείς (Ηρακλείδες) παρουσιάστηκαν και στην Κ., όπως και στη Ρόδο, πριν από τον Τρωικό πόλεμο, στον οποίο έλαβαν μέρος· δεν είναι όμως ακόμη δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια αν προέρχονταν από τη Θεσσαλία, από το Άργος ή από άλλο μέρος του ελλαδικού χώρου, καθώς οι αρχαίες πηγές δίνουν διαφορετικές πληροφορίες. Πρωτογεωμετρικοί και γεωμετρικοί τάφοι οι οποίοι βρέθηκαν πάνω από τον μυκηναϊκό οικισμό της πόλης μαρτυρούν ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη και αυτή την εποχή. Στα αρχαϊκά και στα πρώιμα κλασικά χρόνια πρωτεύουσα του νησιού, σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, ήταν η Αστυπάλαια, της οποίας η ακριβής θέση δεν έχει καθοριστεί, αλλά πιθανολογείται ότι αντιστοιχούσε στη σημερινή παραλιακή τοποθεσία Παλάτια, κοντά στην Κέφαλο. Ορισμένοι αρχαιολόγοι την τοποθετούν στο δυτικό μέρος του νησιού. Από την αρχαϊκή εποχή πολύ λίγα ευρήματα έχουν έρθει στο φως, αν και η περίοδος αυτή πρέπει να ήταν σπουδαία και για την Κ.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Κ. αποτελούσε μέλος της δωρικής εξάπολης, η οποία είχε κέντρο την Κνίδο. Στα χρόνια της περσικής εξάπλωσης η Κ. και τα γύρω νησιά περιλαμβάνονταν στη σατραπεία της Αλικαρνασσού. Αναφέρεται ένας Σκύθης τύραννος, τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Κάδμος, χωρίς να είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια αν πρόκειται για συνεχή περσική τυραννίδα. Μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης (479 π.Χ.) το νησί ελευθερώθηκε από τους Πέρσες και λίγο αργότερα έγινε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) ο Αλκιβιάδης οχύρωσε την Κ. και εγκατέστησε άρχοντα. Επικρατεί η γνώμη ότι οχύρωσε την πόλη Μεροπίδα, της οποίας η θέση δεν έχει καθοριστεί. Το 336 π.Χ. συγκροτήθηκε ο συνοικισμός της Κ. και δημιουργήθηκε η πόλη Κ. εκεί όπου βρισκόταν ο μυκηναϊκός οικισμός, στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκεται και η σημερινή πρωτεύουσα του νησιού. Οι δήμοι στους οποίους ήταν έως τότε χωρισμένο το νησί εξασθένησαν. Ανέκτησαν την παλαιά τους δύναμη μόνο κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Οι περιοχές τουλάχιστον επτά δήμων μπορούν να διακριθούν σαφώς, χωρίς να είναι βέβαιο πως δεν υπήρχαν και άλλοι. Στην ελληνιστική περίοδο η Κ. γνώρισε μεγάλη ακμή, κυρίως χάρη στο Ασκληπιείο της (το οποίο χτίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς τιμήν του θεού-προστάτη της υγείας Ασκληπιού και δέχτηκε χιλιάδες ασθενείς από ολόκληρη τη Μεσόγειο), όπως επίσης και στην υφαντουργική τέχνη (τα υφάσματα της Κ. ήταν περίφημα στον αρχαίο κόσμο) και στην ευφορία του εδάφους της. Η Κ. θεωρείται η πατρίδα του Ιπποκράτη ο οποίος ίδρυσε την πρώτη σχολή ιατρικής. Είναι πιθανό ότι στην Κ. έζησε επίσης ο Θεόκριτος, αφού σε ένα Ειδύλλιό του περιγράφει έναν περίπατο στο νησί, ενώ ο Ηρώνδας άφησε έναν μιμίαμβο, από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., όπου περιγράφει το Ασκληπιείο και ιδιαίτερα τον βωμό του Ασκληπιού, τον οποίο είχαν φιλοτεχνήσει οι γιοι του Πραξιτέλη. Θεωρείται επίσης και πατρίδα του μεγάλου ζωγράφου Απελλή (4ος αι. π.Χ.). Οι Ρωμαίοι αγάπησαν την Κ. και την χρησιμοποίησαν ως τόπο διαμονής, αναψυχής και ανάπαυσης, ενώ φρόντιζαν να την ανοικοδομούν ύστερα από κάθε καταστροφικό σεισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα περισσότερα μνημεία της Κ. είναι ρωμαϊκά.
Στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. η Κ. εντάχθηκε, μαζί με τη Ρόδο, στην επαρχία των Νήσων. Από εκεί και ύστερα χάθηκε ιστορικά μέσα στην απεραντοσύνη του βυζαντινού κράτους. Ο χριστιανισμός εικάζεται ότι διαδόθηκε νωρίς στο νησί. Στη σύνοδο της Νίκαιας (325) συμμετείχε και ο επίσκοπος της Κ. Μελίφρων. Το 469 και το 554 δύο μεγάλοι σεισμοί ερήμωσαν την πόλη της Κ. Ό,τι απέμεινε καταστράφηκε από τους Άραβες του Μωαβία (Μοαουίγια), όταν κατέλαβαν το νησί (648). Τον 7o αι. η Κ. ανήκε στο ναυτικό θέμα της Σάμου. Στα τέλη του 11ου αι. έφτασε στο νησί ο όσιος Χριστόδουλος και ίδρυσε το μοναστήρι της Παναγίας της Καστριανής στο Πυλί. Το 1314 την Κ. κατέκτησαν οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη. Κατά την περίοδο της ιπποτοκρατίας, και κυρίως τον 15o και στις αρχές του 16ου αι., υπό την ήπια ξένη κυριαρχία, αναπτύχθηκε αξιόλογη οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα.
Το 1522 τους Ιωαννίτες διαδέχτηκαν οι Τούρκοι στην κυριαρχία του νησιού, οι οποίοι παρέμειναν στην Κ. έως το 1912, οπότε τους διαδέχτηκαν οι Ιταλοί, έως το 1948 (βλ. λ. Δωδεκάνησα, Ιστορία).
Αρχαιολογία-μνημεία. Σε πολλά σημεία του νησιού υπάρχουν αρχαία διαφόρων εποχών, τα περισσότερα όμως βρίσκονται στην πόλη της Κ. και στη γύρω περιοχή. Ο μεγάλος σεισμός του 1933 προξένησε τρομερή καταστροφή στην πόλη, η οποία ήταν χτισμένη από τους Ιωαννίτες Ιππότες και είχε απλωθεί στο μεταξύ έξω από τα μεσαιωνικά τείχη· έδωσε όμως την ευκαιρία να γίνουν σε μεγάλη έκταση ανασκαφές που έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα, διάσπαρτα μέσα στη μετασεισμική Κ. Η εναλλαγή των αρχαιολογικών χώρων και των σύγχρονων κατοικιών προσδίδει μια μοναδική ομορφιά στην Κ. Ο σπουδαιότερος αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, όπου υπήρχε η περιτειχισμένη ιπποτική πόλη. Εκεί είχαν χτιστεί, κατά τα ελληνιστικά χρόνια, αξιολογότατα μνημειακά κτίρια, τα οποία δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς επιτόπου, γιατί οι ρωμαϊκές οικοδομές άλλαξαν εντελώς την όψη της περιοχής. Στο βορειοανατολικό σημείο του χώρου, κοντά στην πλατεία του λεγόμενου πλάτανου του Ιπποκράτη, υπήρχε ένας ελληνιστικός ναός (σώζονται τμήματα της ανωδομής του) ο οποίος αποδίδεται στον Ηρακλή. Βορειότερα υπήρχε μια στοά με καταστήματα τα οποία εφάπτονταν στο τείχος της αρχαίας πόλης. Από τη στοά αυτή αναστηλώθηκαν επιτόπου, κάτω από την παλαιοχριστιανική βασιλική, μονολιθικές κολόνες με κιονόκρανα προερχόμενα από την επισκευή της στοάς κατά τον 3o ή τον 4o αι. μ.Χ. Δυτικότερα του λεγόμενου ναού του Ηρακλή υπάρχουν ελάχιστα κατάλοιπα ενός μικρού ελληνιστικού ναού και ακόμη δυτικότερα λείψανα ιερού της Αφροδίτης, που πρέπει να ήταν από τα ωραιότερα κτιριακά συγκροτήματα της Κ. Περιλάμβανε δύο μικρούς ναούς με πόδιον, δηλαδή υπερυψωμένους, με μια σκάλα μπροστά από το πρόστυλο του πρόναου. Μπροστά από τον κάθε ναό υπήρχε ένας βωμός, ενώ ολόκληρο το ελαφρώς υπερυψωμένο ιερό περιβαλλόταν από μια κιονοστοιχία (στοά) η οποία κατέληγε σε δύο ανεξάρτητα προπύλαια μπροστά από τους βωμούς. Η ανατολική πλευρά της στοάς είχε δωμάτια στο βάθος, ενώ ο εξωτερικός τοίχος ήταν διακοσμημένος με εντειχισμένα ημικιόνια.
Στο δυτικό τμήμα του χώρου όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε η αγορά, από την οποία σώζονται λείψανα μιας ορθογώνιας στοάς (έχουν αναστηλωθεί δύο κίονες), πλάτους 80 μ. και μήκους περίπου 150 μ. Ο ανατολικός εξωτερικός τοίχος της στοάς, ο οποίος είναι ισόδομος, με ανώμαλη εξωτερική επιφάνεια, χρονολογείται στον 4o ή στον 3o αι. π.Χ. και διατηρείται σε μεγάλη έκταση και σε πολύ καλή κατάσταση. Αποτελούσε το δυτικό όριο μιας μεγάλης οδού η οποία άρχιζε από το λιμάνι και έφτανε έως τον χώρο του ναού και του βωμού του Διονύσου, που χρονολογούνται στον 2o αι. π.Χ. και λείψανά τους βρίσκονται νοτιότερα, μεταξύ των οδών Αγίου Νικολάου και Γρηγορίου Ε’, στην πλατεία με τις φοινικιές. Ακριβώς απέναντι, στο νότιο τμήμα της οδού Γρηγορίου Ε’, υπάρχει ο μεγάλος αρχαιολογικός χώρος με την αναστηλωμένη, έκτασης ενός αρχαίου οικοδομικού τετραγώνου, αρχαία ελληνιστική οικία, η οποία είναι εντυπωσιακή, με τα αίθρια, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της. Δυτικότερα, μέσα σε ένα πάρκο, υπάρχει το ρωμαϊκό ωδείο και απέναντι ακριβώς ένας πολύ μεγάλος αρχαιολογικός χώρος σε σχήμα Γ. Στην περιοχή της ίδιας οδού υπάρχουν λείψανα ρωμαϊκών σπιτιών με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, ενώ Δ, προς την οδό Θεοκρίτου, από τα αρχαιότερα κτίσματα έχει αναστηλωθεί η ελληνιστική κιονοστοιχία του ξυστού δρόμου του γυμνασίου. Θέρμες, μία μεγάλη βασιλική, ένας δρόμος με λιθόστρωτο δάπεδο και μια εντυπωσιακή βεσπασιανή έχουν αντικαταστήσει παλαιότερα κτίρια. Λίγο νοτιότερα από τη μεγάλη αναστηλωμένη ελληνιστική οικία έχουν βρεθεί λείψανα του ελληνιστικού θεάτρου, ενώ κοντά στο λιμάνι υπάρχουν ερείπια θερμών. Εντυπωσιακή είναι επίσης η άφεση του ελληνιστικού σταδίου στην οδό 31ης Μαρτίου κοντά στην Αγία Άννα.
Το σημαντικότερο όμως μνημειακό συγκρότημα της Κ. είναι το Ασκληπιείο, το οποίο έχει συνδεθεί με τον Ιπποκράτη, 5 χλμ. έξω από την πόλη. Τα αρχαιότερα ευρήματα ήταν μυκηναϊκά μικροαντικείμενα, αλλά τίποτε απολύτως δεν τα συνδέει με την ιστορία του ιερού. Η πρώτη λατρεία, πιθανώς αρχαϊκής εποχής, ήταν του Κυπαρισσίου Απόλλωνα, του οποίου το ιερό βρισκόταν πιο πάνω από την ανώτερη επίπεδη στέγη του Ασκληπιείου, μέσα στο νεοφυτεμένο άλσος. Η ζωή του Ασκληπιείου αρχίζει τον 4o αι. π.Χ., με κέντρο λατρείας τον ιωνικό ναό και τον βωμό του Ασκληπιού, λείψανα των οποίων υπάρχουν στη μεσαία επίπεδη στέγη του συγκροτήματος. Τον γλυπτό διάκοσμο του ναού είχαν φιλοτεχνήσει οι γιοι του Πραξιτέλη και από τα λίγα κομμάτια που έχουν διασωθεί φαίνεται πως επρόκειτο για πολύ σημαντικό μνημείο. Στον 2o αι. π.Χ. χτίστηκε στη μέση του χώρου, συμμετρικά, ο ναός της επάνω στέγης, τον οποίο περιέβαλλε μια μεγάλη στοά. Αργότερα διαμορφώθηκε η κάτω επίπεδη στέγη με τις στοές στις τρεις πλευρές της, το πρόστυλο πάνω στη σκάλα και την πηγή στο βάθος. Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια χτίστηκαν οι τεράστιες θέρμες, οι οποίες φαίνονται και σήμερα στον χώρο του Ασκληπιείου. Τα ανασκαφικά ευρήματα της Κ., γλυπτά και αγγεία, είναι συγκεντρωμένα στο πλουσιότατο μουσείο της Κ. Τα περισσότερα εκθέματα είναι ελληνιστικά και ρωμαϊκά ανάγλυφα μικρού και μεγάλου μεγέθους· σπάνια έργα αποτελούν ένα αρχαϊκό ανάγλυφο με σκηνή συμποσίου και ένα κλασικό ανάγλυφο με τρεις χάριτες που χορεύουν. Υπάρχει επίσης ένα ρωμαϊκό ψηφιδωτό με την παράσταση της άφιξης του Ασκληπιού στην Κ. Ο λεγόμενος Ιπποκράτης είναι ένας ωραίος ανδριάντας της υστεροελληνιστικής εποχής. Η συλλογή των αγγείων αποτελείται από μυκηναϊκά και γεωμετρικά, κυρίως, και από ελάχιστα κλασικά.
Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδος. Στην Κ. υπάρχουν ερείπια 22 βασιλικών, αριθμός ο οποίος μαρτυρεί τη λαμπρότητα της παλαιοχριστιανικής τέχνης του 5ου και του 6ου αι. στο νησί. Οι περισσότερες είναι μακρόστενες και χωρίζονταν σε τρία κλίτη με δύο σειρές από μαρμάρινες κολόνες που στήριζαν την ξύλινη στέγη. Τα κιονόκρανα, τα λεπτοδουλεμένα με μαστοριά θωράκια, οι μαρμάρινοι άμβωνες οι οποίοι κοσμούσαν τα κτίρια, μαζί με τα ψηφιδωτά δάπεδα, αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας με λεπτή αίσθηση και οικονομική ευρωστία. Η ομοιότητα των διακοσμητικών θεμάτων των ψηφιδωτών δαπέδων (πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα συνδυασμένα με φυτικά ή ζωικά θέματα, όπως ελάφια, ταύροι, λιοντάρια, κοκορομαχίες κ.ά.) μαρτυρεί την ύπαρξη τοπικού καλλιτεχνικού εργαστηρίου, η λειτουργία του οποίου περνούσε από γενιά σε γενιά, έχοντας ως βάση κάποιο δειγματολόγιο σχεδίων. Τον κυρίως ναό πλαισιώνουν το διακονικό, το βαπτιστήριο και διάφορα άλλα πολυτελή προσκτίσματα. Το σημαντικότερο και μεγαλύτερο από τα θρησκευτικά αυτά κτίσματα είναι το σύμπλεγμα των βασιλικών του Αγίου Στεφάνου, στη γραφική παραλία της Κεφάλου. Μοναδικό στο είδος του για την Ελλάδα είναι το σωζόμενο στη θέση Επτά Βήματα τρούλαιο βαπτιστήριο σε σχήμα κύκλου εγγεγραμμένου σε τετράγωνο.
Η τέχνη της μέσης βυζαντινής εποχής είναι φτωχή, σε σύγκριση με την προηγούμενη. Στο τέλος του 11ου αι. εγκαταστάθηκε στο νησί, προερχόμενος από τα μοναστηριακά κέντρα της Μικράς Ασίας, απ’ όπου τον έδιωξαν οι Τούρκοι, μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της ταραγμένης αυτής εποχής, ο όσιος Χριστόδουλος, και αναζήτησε κατάλληλη θέση για να εγκαταστήσει τους μοναχούς του. Παρέμεινε στο Παλιό Πυλί και έχτισε το μοναστήρι της Παναγίας της Καστριανής. Από το μοναστηριακό αυτό συγκρότημα σώζονται τα ερείπια των κελιών, τμήμα του περιβόλου και το καθολικό, μια μονόχωρη καμαροσκέπαστη εκκλησία, της οποίας το παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών –το οποίο δεν διακρίνεται ολόκληρο– χρονολογείται στον 12o ή 13o αι. Τον πετρώδη λόφο, ο οποίος υψώνεται Β της Καστριανής, στεφανώνει το βυζαντινό κάστρο του Πυλίου, στο οποίο ελάχιστες επισκευές έκαναν οι Ιωαννίτες Ιππότες. Στην ίδια εποχή φαίνεται να ανήκει και ο σταυροειδής εγγεγραμμένος απλός τετράστυλος ναός της Παναγίας, στο χωριό Ασφενδιού, καθολικό της Μονής των Σπονδών, γνωστής από το 1258, η οποία κατά την παράδοση είναι επίσης έργο του οσίου Χριστόδουλου.
Στην πόλη της Κ., στην Αντιμάχεια και στην Κέφαλο σώζονται τα κάστρα τα οποία, με τη σημερινή μορφή τους, χρονολογούνται στην εποχή της ιπποτοκρατίας (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.). Χτισμένα με σκούρα ντόπια πέτρα, σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα τειχοποιίας, διατηρούν τα οικόσημα των μεγάλων μαγίστρων και των καστροφυλάκων, ενώ στα τείχη τους είναι ενσωματωμένα με διακοσμητική διάθεση αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη.
Την ίδια εποχή, κάτω από την ήπια κατοχή των Ιπποτών, συνεχίστηκε η βυζαντινή ζωγραφική. Εργαστήρια τα οποία εξακολουθούσαν να βασίζονται στη βυζαντινή τεχνοτροπία, τεχνική και εικονογραφία, επηρεασμένα όμως –άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο– από την τέχνη της δυτικής Ευρώπης, μετακινούνταν στα Δωδεκάνησα και εικονογραφούσαν και τις εκκλησίες της Κ. Στα Ν του Ασφενδιού, η μικρή μονόχωρη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου διατήρησε στην αψίδα και στον νότιο τοίχο τοιχογραφίες του 15ου αι. ζωγραφισμένες από έμπειρο τεχνίτη, ο οποίος έμεινε πιστός στη βυζαντινή παράδοση και δανείστηκε από τη δυτική τέχνη μόνο την πλαστικότητα των ενδυμάτων. Τον 15o αι. έχουν τοιχογραφηθεί τρεις ακόμα εκκλησίες στην πρωτεύουσα του νησιού: του Αγίου Νικήτα του φτωχού, της Γοργοεπηκόου και της Αγίας Αικατερίνης (από τις τοιχογραφίες των δύο τελευταίων μόνο ένα μέρος ανήκει σε αυτή την εποχή). Και στις τρεις αυτές εκκλησίες εργάστηκαν ζωγράφοι οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στη βυζαντινή παράδοση, αλλά δεν ανήκαν σε τοπικό εργαστήριο. Το αντίθετο φαίνεται ότι συνέβη με τους τεχνίτες οι οποίοι, στα τελευταία χρόνια της ιπποτικής κατοχής (αρχές 16ου αι.), εικονογράφησαν το εσωτερικό τριών εκκλησιών στο Παλιό Πυλί (Αγίων Ασωμάτων, Αγίου Αντωνίου και δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών Παναγίας Καστριανής), τον Άγιο Νικόλαο στο κάστρο της Αντιμάχειας και τον Άγιο Ιωάννη στην πόλη της Κ. Αλλά η τέχνη είχε πλέον παρακμάσει. Όλες οι τοιχογραφίες είναι κατώτερης ποιότητας, κακοσχεδιασμένες, με μεγάλα κεφάλια και μάτια αμυγδαλωτά, λείπει η κλασικότητα και η γραμμική πτυχολογία. Εμπνευσμένες από ανατολικά πρότυπα, φαίνεται να ανήκουν σε ένα εργαστήριο το οποίο περιφερόταν μεταξύ Κ. και Καλύμνου (τοιχογραφίες Κάστρου Καλύμνου).
Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ελάχιστα μνημεία υπάρχουν. Μικρές μονόχωρες εκκλησίες είναι διάσπαρτες σε όλο το νησί, ελάχιστες όμως έχουν χρωματικό διάκοσμο. Μοναδικά δείγματα της τουρκικής κατοχής του νησιού έχουν απομείνει τέσσερα τζαμιά μέσα στην πόλη, του Ραζή Χασάν πασά, το Ντερφεντά τζαμί, το Μορούκ τζαμί και το Ατίκ τζαμί, χτισμένα ή επισκευασμένα εσωτερικά και εξωτερικά κατά τον 19o αι.
Οι δήμοι της αρχαίας Κω και οι σπουδαιότεροι αρχαιολογικοί τόποι του νησιού.
Άποψη του λιμανιού στην Κω, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού (φωτ. ΑΠΕ).
Το ρωμαϊκό ωδείο της Κω. Οι Ρωμαίοι συχνά ξανάχτιζαν ό,τι κατέστρεφαν οι σεισμοί στην Κω, γι’ αυτό και τα περισσότερα μνημεία του νησιού είναι της ρωμαϊκής εποχής.
Τοπογραφικό σχέδιο της πόλης της Κω, με τις θέσεις των μνημείων. Με σκούρο σημειώνεται η περιοχή του μυκηναϊκού οικισμού: 1) πλατεία του «πλατάνου του Ιπποκράτους»· 2) διοικητήριο· 3) παλαιοχριστιανική βασιλική· 4) ανατολική ελληνιστική στοά· 5) ναός Ηρακλή (;)· 6) μικρός ναός· 7) ιερό της Αφροδίτης· 8) δυτική στοά της αγοράς· 9) ναός και βωμός του Διονύσου· 10) αναστηλωμένη ελληνιστική οικία· 11) ρωμαϊκό ωδείο· 12) ξυστός· 13) βεσπασιανή· 14) ρωμαϊκά σπίτια με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες· 15) άφεση του σταδίου· 16) φρούριο των ιπποτών· 17) μουσείο.
Άποψη της αναστηλωμένης κιονοστοιχίας της στοάς του ξυστού στην Κω, δηλαδή του σκεπασμένου δόμου του ελληνιστικού γυμνασίου (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Ο λεγόμενος «Ιπποκράτης», άγαλμα που βρέθηκε στις ανασκαφές του Ωδείου της Κω· επειδή η πρώτη εντύπωση που δίνει η στάση και η μορφή του θυμίζει γενικά ανδριάντες του 4ου αι. π.Χ., στην αρχή θεωρήθηκε κλασικό έργο και ταυτίστηκε με τον Ιπποκράτη. Προσεκτικότερη έρευνα όμως έπεισε πως πρέπει να χρονολογηθεί στην υστεροελληνιστική εποχή και όχι στον 4o αι. π.Χ. και πως δεν παριστάνει τον Ιπποκράτη (Μουσείο της Κω· φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Αναπαράσταση του Ασκληπιείου της Κω, όπως ήταν στην ελληνιστική εποχή. Η ζωή του ιερού στην κλασική εποχή ξεκινά από τον ναό και τον βωμό του Ασκληπιού που βρίσκεται στη δεύτερη στέγη. Στα ελληνιστικά χρόνια διαμορφώθηκαν η επάνω στέγη, με τον ναό και τη στοά που περιβάλλει τον χώρο, και η πρώτη στέγη, με το πρόπυλο και τη γύρω στοά.
Κάτοψη του Ασκληπιείου της Κω: Α) ιωνικός κλασικός ναός· Β) βωμός του ναού του Ασκληπιού· Γ) ιερή οικία· Δ) λέσχη· Ε) ρωμαϊκός ναός· Ζ) εξέδρα· Η) ελληνιστικός δωρικός ναός· Θ) ρωμαϊκές θέρμες για τη χρήση των ασθενών.
Το σύμπλεγμα των δύο βασιλικών του Αγίου Στεφάνου, στην παραλία της Κεφάλου, είναι το σημαντικότερο και μεγαλύτερο κτίσμα της παλαιοχριστιανικής περιόδου στην Κω (φωτ. Γ. Γκύζη).
Ερείπια του Ασκληπιείου της Κω, του σημαντικότερου μνημειακού συγκροτήματος του νησιού.
Κατάλοιπα του κάστρου της Κω.
Πολλά μωσαϊκά από τις ανασκαφές της Κω μεταφέρθηκαν στη Ρόδο και αποτελούν σήμερα τα πολύτιμα δάπεδα του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου (καστέλλου). Σε αυτά ανήκει και το εικονιζόμενο ρωμαϊκό ψηφιδωτό, όπου διακρίνονται ο Ποσειδώνας και ο Πολυβότης.
* * *(I)κῶς, τὸ (Α)1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶεςοι φυλακισμένοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].————————(II)κῶς, κως (Α)ιων. τ. βλ. πώς, πως.
Dictionary of Greek. 2013.